χωματισμός

χωματισμός
ο, ΝΑ [χωματίζω]
η ενέργεια τού χωματίζω
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι χωματισμοί
η εκτέλεση και το σύνολο τών εργασιών εκσκαφής, αναμόχλευσης, μετατόπισης και συσσώρευσης χωμάτων εν όψει τής κατασκευής ενός τεχνικού έργου, αλλ. χωματουργία
αρχ.
στον πληθ. τα αναχώματα τών διωρύγων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωματισμός — ο συσσώρευση χώματος, επιχωμάτωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωματουργία — η, Ν [χωματουργός] χωματισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”